Στη σκιά ή μεγάλου πλάτανου, στη μέση του μικρού χωριού, στεκόταν η Εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Με τα χρόνια, είχε γίνει το σημείο αναφοράς για τους κατοίκους, ένα σταθερό καταφύγιο που αγκάλιαζε τους ανθρώπους με την ησυχία του. Δεν ήταν επιβλητική η πολυτελής, αλλά δεν τους χωριανούς ήταν το κέντρο της ζωής τους. Το πέτρινο καμπαναριό της ακουγόταν σαν να καλούσε όχι μόνο τις ψυχές των πιστών, αλλά και την καρδιά τους. Όλοι την έβλεπαν σαν το πνευματικό τους σπίτι.
Η Ελένη, μια από τις πιο δραστήριες γυναίκες του χωριού, ήταν πάντα η πρώτη που έμπαινε στην Εκκλησία το πρωί της Κυριακής. Για εκείνη, η ζωή γύρω από το ναό ήταν κάτι περισσότερο από μια θρησκευτική συνήθεια, ήταν τρόπος ζωής. Μαζί με τα τρία της παιδιά, τον Νίκο, τη Μαρία και την Κωνσταντίνα ήταν πάντα εκεί, να βοηθήσει, να φροντίσει, να προσφέρει. Ο άντρας της, ο Μιχάλης δούλευε στα χωράφια και συχνά έλεγε πως η Ελένη ζούσε περισσότερο για το Ναό παρά για το σπίτι τους.
“Η Εκκλησία είναι το δεύτερο σπίτι μας Μιχάλη”, του απαντούσε με χαμόγελο. “Εκεί βρίσκουμε την ειρήνη που δεν μπορούμε να βρούμε πουθενά αλλού.”
Και είχε δίκιο. Στο Ναό η Ελένη ένιωθε να αναπνέει ξανά. Δεν ήταν μόνο οι προσευχές, η οι λειτουργίες, αλλά οι άνθρωποι, οι σχέσεις που είχαν χτιστεί γύρω από το χώρο αυτό. Όλοι στο χωριό είχαν τη θέση τους εκεί. Ο πάπα – Σπύρος που λειτουργούσε για πάνω από είκοσι χρόνια, είχε καταφέρει να ενώσει τους χωριανούς με έναν τρόπο που λίγοι μπορούσαν να καταλάβουν. Οι θρησκευτικές τελετές του ήταν γεμάτες συγκίνηση, και οι ομιλίες του πάντα μετέφεραν μηνύματα αγάπης και ενότητας.
Μια Κυριακή μετά τη λειτουργία, οι γυναίκες του χωριού μαζεύτηκαν στην αυλή της Εκκλησίας για να μιλήσουν για τη διοργάνωση της μεγάλης εορτής της Παναγίας. Κάθε χρόνο όλο το χωριό συμμετείχε στη γιορτή, που ήταν κάτι παραπάνω από μια θρησκευτική τελετή. Ήταν μια ευκαιρία για τους χωριανούς να έρθουν πιο κοντά, να δείξουν την αλληλεγγύη και την αγάπη που είχαν ο ένας για τον άλλον. Η Ελένη, ως συντονίστρια της γιορτής, ήξερε πως κάθε λεπτομέρεια μετρούσε.
“Πρέπει να φτιάξουμε κάτι μεγάλο φέτος”, είπε η Όλγα, η μεγαλύτερη σε ηλικία γυναίκα της ομάδας. “Ο κόσμος έχει ανάγκη να νιώσει τη χαρά της γιορτής”.
“Θα φτιάξουμε τα καλύτερα εδέσματα, θα στολίσουμε την Εκκλησία και θα μαζέψουμε τα παιδιά για να τραγουδήσουν τα παραδοσιακά τραγούδια”, πρόσθεσε η Ελένη με ενθουσιασμό. “ Aυτή η γιορτή θα είναι για όλους, όπως και η εκκλησία μας”.
Η προετοιμασία κράτησε εβδομάδες. Κάθε απόγευμα η Ελένη και οι υπόλοιπες γυναίκες μαζεύονταν στην Εκκλησία, ετοίμαζαν τα πάντα με προσοχή, φρόντιζαν τις λεπτομέρειες. Οι άντρες του χωριού, με τον Μιχάλη επικεφαλή φρόντισαν για τον στολισμό της αυλής, ενώ τα παιδιά έμαθαν τους ύμνους και τα τραγούδια που θα έλεγαν κατά τη διάρκεια της εορτής. Οι μέρες κυλούσαν γεμάτες δημιουργικότητα και ενθουσιασμό, με γέλια και φωνές να αντηχούν γύρω από την Εκκλησία.
Την ημέρα της Παναγίας η Εκκλησία ήταν γεμάτη από νωρίς. Οι καμπάνες ηχούσαν γλυκά, και οι χωριανοί μπήκαν στο ναό με τις καρδιές τους γεμάτες ευλάβεια. Ο πάπα – Σπύρος φορώντας τα άμφια του, στεκόταν με σεβασμό μπροστά από την εικόνα της Παναγίας, ψέλνοντας με βαθιά φωνή. Όλη η κοινότητα ήταν εκεί, από τους πιο ηλικιωμένους μέχρι τα μικρά παιδιά, σαν μια μεγάλη οικογένεια.
Μετά τη λειτουργία, η αυλή του ναού γέμισε από κόσμο. Οι πάγκοι ήταν γεμάτοι με φαγητά και γλυκά που είχαν φτιάξει οι γυναίκες του χωριού και η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη χαρά. Η μυρωδιά του ψητού κρέατος και των γλυκών προσελκούσαν τους πάντες, καθώς τα παιδιά έτρεχαν και έπαιζαν, ενώ η μεγαλύτεροι συζητούσαν, γελώντας και θυμίζοντας ο ένας στον άλλον τις παλιές καλές μέρες. Ο Νίκος, ο μεγαλύτερος γιος της Ελένης, καθόταν δίπλα στον πατέρα του, παρατηρώντας τα πάντα με μάτια γεμάτα περιέργεια.
“Τι είναι αυτό που κάνει τον κόσμο να έρχεται πάντα εδώ; Γιατί η Εκκλησία είναι τόσο σημαντική;” ρώτησε τον πατέρα του.
Ο Μιχάλης κοίταξε το παιδί του και ύστερα την Εκκλησία, που φωτιζόταν απαλά από τον ήλιο του απογεύματος. Χαμογέλασε με κατανόηση.
“Εδώ, παιδί μου, είναι το μέρος όπου οι άνθρωποι δεν έρχονται μόνο για να προσευχηθούν. Έρχονται γιατί εδώ νιώθουν ότι ανήκουν. Η Εκκλησία δεν είναι απλώς ένα κτίριο. Είναι το σπίτι όλων μας. Εδώ μοιραζόμαστε τις χαρές μας, αλλά και τις λύπες μας. Όταν κάποιος περνάει δύσκολα, οι υπόλοιποι είναι δίπλα του και αυτό, Νίκο είναι που κάνει την Εκκλησία σημαντική”.
Ο Νίκος σκέφτηκε για λίγο τα λόγια του πατέρα του. Δεν ήταν μόνο η προσευχή που έκανε την Εκκλησία τόσο ξεχωριστή, αλλά η αγάπη και η υποστήριξη που υπήρχε ανάμεσα στους ανθρώπους. Ένιωσε ότι αυτή η Εκκλησία ήταν, πράγματι, ένα μέρος όπου όλοι ήταν αποδεκτοί, όπου ο καθένας είχε μια θέση.
Καθώς ο ήλιος άρχισε να δύει, ο πάπα -Σπύρος πλησίασε την Ελένη και τον Μιχάλη.
“Αυτή η Εκκλησία, αυτό το χωριό”, είπε ο ιερέας, “είναι μια ζωντανή απόδειξη ότι οι άνθρωποι μπορούν να είναι πραγματική οικογένεια, ακόμη κι αν δεν συνδέονται με αίμα. Ο Χριστός μας ένωσε όλους και ο ναός είναι το κέντρο αυτής της ενότητας”.
Η Ελένη χαμογέλασε, κοιτάζοντας γύρω της. Ένιωθε μια βαθιά ευγνωμοσύνη για αυτό το μικρό κομμάτι γης που είχε την τύχη να αποκαλεί σπίτι της, για την Εκκλησία που είχε γίνει το πνευματικό καταφύγιο της κοινότητάς τους. Στις ματιές και στα χαμόγελα των ανθρώπων, έβλεπε την αλληλεγγύη και τη δύναμη της πίστης τους. Ήξερε ότι, ότι κι αν συνέβαινε πάντα θα υπήρχε αυτός ο χώρος, αυτό το «σπίτι» για να επιστρέψουν.
Η Εκκλησία της Αγίας Σοφίας δεν ήταν μόνο ένα μέρος προσευχής. Ήταν ο τόπος όπου οι ζωές όλων των κατοίκων του χωριού συνδέονταν, ένα καταφύγιο αγάπης, πίστης και αλληλεγγύης. Κάθε Κυριακή, κάθε γιορτή, οι άνθρωποι ερχόντουσαν εδώ όχι απλώς για να εκπληρώσουν ένα θρησκευτικό καθήκον, αλλά για να ανανεώσουν το δεσμό τους με την κοινότητα, με την πίστη τους και με το βαθύτερο νόημα της ζωής.
Θεοδώρα Ζωγράφου
Μαθήτρια της Β’ τάξης του 4ου ΓΕΛ Παλαιού Φαλήρου