“Θεέ μου, άκουσε με”

13 χρόνια. 13 χρόνια εμφυλίου πολέμου. 13 χρόνια βομβαρδισμών. 13 χρόνια “πνιγμένοι” στο μένος του πολέμου. 13 χρόνια φοβάμαι.Φοβάμαι να βγω έξω από το σπίτι. Φοβάμαι να παίξω. Φοβάμαι να μορφωθώ. Φοβάμαι να πιστέψω. Φοβάμαι. Γεννήθηκα στην Συρία του Άσαντ, του ISIS, του εμφυλίου. Μένω σε μία γειτονιά που αντι για γέλια παιδιών, ακούς πυροβολισμούς, αντί για σπίτια, βλέπεις ερείπια. Άδεια καταστήματα, άδειοι δρόμοι, άδειοι άνθρωποι.

Οι γονείς μου είναι, βασικά ήταν, δάσκαλοι. Ο πατέρας μου, μισός Σύριος, μισός Έλληνας ήταν φιλόλογος και η μητέρα μου,η μαμά μου, καλλιτέχνης…μουσικός . Ήταν το καταφύγιο μου, το ασφαλές μου μέρος. Ήταν. Οι γονείς μου άνηκαν στην μειονότητα των Χριστιανών Ορθόδοξων της Συρίας, συμμετείχαν ενεργά στην τοπική εκκλησία, βοηθούσαν όπως μπορούσαν τους συνανθρώπους τους. Πίστευαν σε έναν Θεό, πίστευαν, ότι θα τους βοηθήσει, θα φέρει την ειρήνη στην πατρίδα μας. Για αυτά ακριβώς τα πιστεύω τους δολοφονήθηκαν από τους μαχητές του ISIS. Δολοφονήθηκαν, επειδή πίστευαν σε έναν διαφορετικό Θεό. Μαρτύρησαν για την πίστη τους.

Σήμερα, είναι η τελευταία μου μέρα στην Συρία. Ο θείος μου, ο αδελφός του πατέρα μου, κατάφερε να βρει τρόπο να πάω στην Ελλάδα. Πολλές φορές είχε προσπαθήσει ο πατέρας μου να γυρίσουμε οικογενειακώς στην Ελλάδα, αλλά ποτέ του δεν το είχε καταφέρει. Ήθελα τόσο πολύ να πάω στην Ελλάδα, να δω την οικογένεια του πατέρα μου, το σπίτι, την γειτονιά του.Να ζήσω “φυσιολογικά”, να είμαι ασφαλής… Να που τώρα θα πάω. Δεν χαίρομαι, όμως. Δεν είναι απλά ένα ταξίδι, αλλά μια απόδραση από τις σφαίρες, τις βόμβες και τον τρόμο που με ακολουθεί κάθε βράδυ στον ύπνο μου.Αφήνω πίσω μου την πατρίδα μου, τους γονείς μου, κάθε τι οικείο. Το ταξίδι είναι δύσκολο και γεμάτο κινδύνους. Το φαγητό είναι λίγο, οι συνθήκες σκληρές και η μοναξιά μου αφόρητη.Προσπαθώ να κρατήσω την ελπίδα ζωντανή, αλλά είναι δύσκολο. Φοβάμαι. Κάποιες φορές η μόνη μου δύναμη είναι η σκέψη ότι μπορεί να καταφέρω να βρω μια καλύτερη ζωή στην Ελλάδα, μια χώρα που έχω μόνο ακούσει.Τελικά, φτάνω σε μια βάρκα, μαζί με άλλους ανθρώπους, κάποιοι είναι μεγάλοι,άλλοι παιδιά,άλλοι ταλαιπωρημένοι, όλοι, όμως, φοβισμένοι. Το κρύο είναι αφόρητο. Είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύω με πλοίο ή έστω με κάτι που μοιάζει με πλοίο. Πλέουμε σε μία βάρκα, μικρή, φθαρμένη. Είμαστε στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, σαν σακιά, όχι σαν άνθρωποι. Ακούω μωρά να κλαίνε,βλέπω ανθρώπους να κρυώνουν,να φοβούνται. Η θάλασσα μάς κουνάει ασταμάτητα,το κύμα σκάει πάνω στην βάρκα και ακούγεται σαν πυροβολισμός. Προσεύχομαι να φτάσω ζωντανός. Ύστερα από ώρες αγωνίας, βλέπω τη στεριά. Φτάνουμε στην Ελλάδα. Φτάνω στην Ελλάδα. Αποβιβαζόμαστε από το πλοίο σε μία ερημική παραλία. Είναι νωρίς το πρωί, λεπτά πριν την ανατολή. Οι άνθρωποι που μας έφεραν, έφυγαν κατευθείαν, αφού έβγαλαν με την βία από το πλοίο και τους τελευταίους. Ήταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που δυσκολευόταν να σταθεί όρθιο, πόσο μάλλον να πηδήξει έξω από την βάρκα. Πόσο σκληρός είναι ο κόσμος σκέφτηκα. Ξαφνικά, ο ουρανός φωτίζει. Η νύχτα γίνεται μέρα. Η σκοτεινή αυτή παραλία δεν φάνταζε πλέον τόσο ερημική.

– Ελληνική ακτοφυλακή μείνετε ακίνητοι, ακούστηκε να φωνάζει ένας από τους άντρες που είχαν “φωτίσει¨την παραλία.

– Τι συμβαίνει, αναφώνησα.

Τα καλοκαίρια ο πατέρας μου συνήθιζε να μου μαθαίνει ελληνικά, μέχρι τα 12 μου μιλούσα άπταιστα ελληνικά, έγγραφα και διάβαζα. Συνήθιζα να διαβάζω την καινή διαθήκη, αφού ήταν ένα από τα ελάχιστα ελληνικά βιβλία που είχαμε στο σπίτι.

Οι άντρες της ελληνικής ακτοφυλακής μας οδήγησαν σε ένα μέρος, που έμοιαζε με στρατόπεδο. Μας ταυτοποίησαν, μας έκαναν κάποιες ιατρικές εξετάσεις και πριν να καταλάβω πως και γιατί, βρέθηκα στην Αθήνα. Στο αεροδρόμιο με περίμενε ο θείος μου μαζί με την γιαγιά μου. Ήταν η πρώτη φορά που τους έβλεπα. Δεν ήξερα πως να αισθανθώ, τι να πώ και πως να αντιδράσω.

Το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν παράξενο. Ήταν ήσυχο. Έξω, δεν άκουγες τους ήχους από τις κροτίδες των όπλων, δεν έβλεπες πεσμένους τείχους. Το ψυγείο ήταν γεμάτο με πληθώρα φαγητών. Από την βρύση έτρεχε πόσιμο νερό και το σπίτι ήταν ζεστό. Πόσο διαφορετικά ήταν όλα; Το μόνο κοινό ήταν οι εικόνες στον τοίχο. Αριστερά από την είσοδο ήταν κρεμασμένη η εικόνα του Χριστού, όπως και στο δικό μας σπίτι, ενώ στο σαλόνι είχε εικόνες Αγίων. Πρώτη ήταν αυτή του Αγίου Ιωάννη, Γιάννη έλεγαν τον πατέρα μου, δίπλα της αυτή του Αγίου Γρηγορίου, για τον θείο Γρηγόρη και δίπλα του η εικόνα της Αγίας Κυριακής, για εμένα. Τι παράξενο σκέφτηκα; Οι γονείς μου, η γιαγιά μου πιστεύουν στον Θεό, ενώ αυτός δεν τους άκουσε ποτέ. Γιατί δεν έσωσε ο θεός τους γονείς μου; Γιατί η γιαγιά μου έχει ακόμα κρεμασμένες τις εικόνες των Αγίων, ενώ εκείνοι δεν προστάτευσαν τους γονείς μου;

Δεν μπορούσα να το συλλάβω. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως γίνεται να πιστεύεις σε

έναν Θεό που δεν σε σώζει, δεν σε ακούει. Οι γονείς μου πάντα προσεύχονταν στον Θεό να σώσει την πατρίδα μας, να φέρει την ειρήνη. Ήταν τόσο καλοί άνθρωποι, βοηθούσαν τον συνάνθρωπο τους, ήθελαν να είναι όλοι καλά και υγιείς. Πνιγόμουν στις σκέψεις μου. Πριν κάτι μέρες ήμουν σε μία εμπόλεμη ζώνη, θρηνούσα για τον χαμό των γονιών μου και τώρα είμαι στο πατρικό του πατέρα μου χιλιάδες μέτρα μακριά από το δικό μου πατρικό. Αν και ήμουν με την γιαγιά μου αισθανόμουν μόνος μου. Ένιωθα, ότι δεν άνηκα πουθενά. Ήθελα να πάω σπίτι μου. Αν και γνώριζα πολύ καλά, πως πλέον το σπίτι μου είναι εδώ. Αποφάσισα να περιηγηθώ, να δω το σπίτι. Έφυγα από το σαλόνι και κατευθύνθηκα προς την βιβλιοθήκη. Εκεί, είδα την Καινή Διαθήκη. Σπίτι, αναφώνησα. Πόσο περίεργο; Ένα βιβλίο που διάβαζα, για να εξασκηθώ στα ελληνικά μου θύμιζε πλέον το σπίτι μου. Άρχισα να το διαβάζω, όχι με σκοπό να εντρυφήσω στην ανάγνωση, αλλά για να θυμηθώ τους γονείς μου, να νιώσω κάτι. Την ανάγνωση μου σταμάτησε η φωνή της γιαγιάς μου.

-Κυριάκο μου, θα πάω στην εκκλησία. Θες να έρθεις;

Σπάνια πήγαινα στην εκκλησία, δεν ασπαζόμουν την συνήθεια αυτή των γονιών μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί να πάω στην εκκλησία, αφού ο Θεός δεν με ακούει.

-Σε παρακαλώ, Κυριάκο μου, είπε η γιαγιά.

Αποφάσισα να πάω, για να της κάνω παρέα. Πήγαμε σε μία εκκλησία κοντά στο σπίτι. Ήταν η εκκλησία της Αγίας Κυριακής. Παρακολούθησα με μεγάλη προσήλωση την λειτουργία.

Κοιτούσα γύρω μου τις εικόνες, τους ανθρώπους. Ήταν όλα τόσο γαλήνια, τόσο ήρεμα, τόσο ασφαλή. Αισθάνθηκα σαν να ήμουν σπίτι, σαν να άνηκα κάπου. Η λειτουργια τελείωσε και γυρίσαμε σπίτι. Αποφάσισα να διαβάσω για την ζωή της Αγίας Κυριακής. Οι γονείς της μαρτύρησαν για τα πιστεύω τους, όπως οι δικοί μου. Εκείνη είχε δύσκολη ζωή, αλλά στάθηκε στος ύψος των περιστάσεων ήταν ηθική και σωστή. Το επόμενο πρωί αισθάνθηκα την ανάγκη να ξαναπάω στην εκκλησία. Δεν ήξερα γιατί, δεν μπορούσα να το εξηγήσω, αισθανόμουν ασφάλεια.

Οι εβδομάδες προχωρούσαν, σιγά σιγά ενσωματωνόμουν στο νέο τρόπο ζωής. Μου έλειπαν οι γονείς μου, το σπίτι μου, η πατρίδα μου. Η Ελλάδα, όμως, που προσέφερε τόσα πράγματα. Για πρώτη φορά στην ζωή μου αισθανόμουν ασφαλής, ζούσα σαν ένα “φυσιολογικό” παιδί. Η εκκλησία με βοήθησε πάρα πολύ. Πήγαινα πολύ συχνά. Στην αρχή μόνο για να ακούσω τις λειτουργίες. Έπειτα, όταν αυτές τελείωναν, καθόμουν στο προαύλιο της εκκλησίας και έπαιζα ποδόσφαιρο με τα άλλα παιδιά. Η γιαγιά με έγραψε στο κατηχητικό.

Η εκκλησία ήταν για εμένα σημείο αναφοράς. Ένας χώρος που ένιωθα ασφαλής,γνώριζα κόσμο, έπαιζα. Ένιωθα σαν να ήμουν σπίτι μου. Γιατί ήμουν σπίτι μου.

Η εκκλησία,ο ιερέας, οι φίλοι που απέκτησα και η γιαγιά με βοήθησαν να καταλάβω, γιατί πίστευαν οι γονείς μου, γιατι εξακολουθούμε να πιστεύουμε, ακόμα και όταν ο θεός “δεν μας ακούει”. Μακάριοι όσοι δεν είδαν και πίστεψαν, διδάσκει η Καινή ΔΙαθήκη. Ο Θεός είναι παντογνώστης και αγαπά κάθε άνθρωπο, αλλά βλέπει το “μεγάλο σχέδιο” που εμείς δεν μπορούμε να δούμε. Αυτό σημαίνει πως μπορεί να γνωρίζει ποια αιτήματα είναι προς το συμφέρον μας και ποια όχι. Ο σκοπός της προσευχής δεν είναι μόνο να αλλάξει ο Θεός την κατάσταση, αλλά να αλλάξει ο ίδιος ο άνθρωπος. Εγώ αισθάνθηκα, ότι άλλαξα. Ωρίμασα. Γνώρισα τον εαυτό μου και έμαθα πράγματα για την ζωή.

Η ζωή είναι δύσκολη, άδικη, γεμάτη πόνο, θλίψη, κακουχίες. Γεννήθηκα σε μία χώρα που γνωρίζει μόνο τον πόλεμο και την βία. Έχασα τους γονείς μου σε νεαρή ηλικία, τόσο άδικα. Όμως, τώρα, είμαι εδώ. Έμαθα να αγαπάω, να βοηθάω τον συνάνθρωπό μου, να σέβομαι τον άλλον. Προσπαθώ να είμαι καλός άνθρωπος. Δεν φοβάμαι να πιστέψω, δεν φοβάμαι να ελπίσω. Ελπίζω._

Κωνσταντίνος Γκλινός
Μαθητής της B’ τάξης του 3ου ΓΕΛ Παλαιού Φαλήρου